πνευματικὰ

πνευματικὰ
духовное
духовному πνευματικά

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πνευματικὰ" в других словарях:

  • πνευματικά — πνευματικός of wind neut nom/voc/acc pl πνευματικά̱ , πνευματικός of wind fem nom/voc/acc dual πνευματικά̱ , πνευματικός of wind fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματικάς — πνευματικά̱ς , πνευματικός of wind fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • πνευματικός — ή, ό / πνευματικός, ή, όν, ΝΜΑ, και πνευματικός, Ν [πνεύμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πνεύμα (α. «πνευματική επικοινωνία» β. «κινήσεις πνευματικαί», Αριστοτ.) 2. αυτός που αποτελείται από πνεύμα, ο άυλος 3. φρ. α) «πνευματικά… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • σωματικός — ή, ό / σωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σώμα, σώματος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο σώμα (α. «σωματική διάπλαση» β. «σωματικαὶ ἐργασίαι», πάπ. γ. «πόνοι σωματικοί», επιγρ. δ. «σωματικὰ ἔργα», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σωματική, υλική… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Heron d'Alexandrie — Héron d Alexandrie  Cet article concerne un savant grec. Pour les oiseaux échassiers, voir Héron. Héron d Alexandrie Naissance …   Wikipédia en Français

  • Héron L'Ancien — Héron d Alexandrie  Cet article concerne un savant grec. Pour les oiseaux échassiers, voir Héron. Héron d Alexandrie Naissance …   Wikipédia en Français

  • Héron d'Alexandrie — Cet article concerne un savant grec. Pour les oiseaux échassiers, voir Héron. Héron d Alexandrie Naissance Ier siècle a …   Wikipédia en Français


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»